- μεζούρα
- η1. μέτρο που χρησιμοποιούν στη ραπτική2. μικρό δοχείο για τη μέτρηση στερεών και υγρών.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. misura].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεζούρα — η (λ. ιταλ.), το μέτρο με το οποίο μετρούν το μήκος, το φάρδος κτλ. κυρίως στα υφάσματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μουζούρι — το παλαιότερη μονάδα για την μέτρηση κυρίως δημητριακών ή άλλων καρπών και δευτερευόντως ασβέστη και λαδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. misura, «μεζούρα, μέτρο»] … Dictionary of Greek